-
1 μεταβάλλω
A : [tense] aor. μετέβᾰλον:—throw into a different position, turn quickly or suddenly, Hom.only once, in tmesi,μετὰ νῶτα βαλών Il.8.94
;χαλεπῶς μ. δέμας E.Hipp. 204
(anap.), cf. Gal.15.556;μ. θοἰμάτιον ἐπιδεξιά Ar.
l.c.; μ. γῆν turn, i.e. plough, the earth, X.Oec.16.14;μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἐκ θαλάσσης LXX Ex. 10.19
; μ. ποταμόν change the course of a river, Jul.Or.3.126d.II turn about, change, alter,τὸ οὔνομα Hdt.1.57
;τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1292b21
; [οἱ Βρίγες] τὸ οὔνομα μετέβαλον [ἐς Φρύγας] Hdt.7.73;τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα Id.5.68
;μ. μορφήν τινος εἰς ἀνδρὸς φύσιν E.Ba.54
; [τινὰ] ἐπὶ κακόν Ar.Th. 723
;ἐπὶ τὸ βέλτιον Pl.R. 381b
; μ. δίαιταν change one's way of life, Th.2.16; μ. ὕδατα drink different water, Hdt.8.117;ὀργὰς μ. E.Med. 121
(anap.);μ. τοὺς τρόπους Ar.Pl.36
, Eup.357.7;μ. τὸ ἔθος Th.1.123
; μ. εὔνοιαν lose it, ib. 77;μ. χώραν ἐκ χώρας Pl.Tht. 181c
: freq. with Adjs., etc., implying change, μ. ἄλλους τρόπους change and adopt other ways, E.IA 343 (troch.); μ. ἄλλας γραφάς ib. 363 (troch.);εἶδος καινὸν μουσικῆς μ. Pl. R. 424c
;πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου -βάλλουσα τύραννον Plu.Tim.1
; μ. ἀντὶ τοῦ ὁμο- ἀ-" Pl.Cra. 405d;ἐμαυτὸν ἄνω κάτω μετέβαλλον Id.Phd. 96b
;ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μ. Id.R. 508d
: c. acc. cogn., πολλὰς μεταβολὰς.. μ. ὑδάτων καὶ σίτων ib. 404a.III intr., undergo a change,μ. ἐς εὐνομίην Hdt.1.65
, cf. Antipho 2.4.9;μ. εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ Pl.R. 553a
, etc.;μ. ἐπὶ τοὐναντίον Id.Plt. 270d
;ὅταν εἰς ἑτέραν -βάλῃ πολιτείαν ἡ πόλις Arist.Pol. 1276b14
, cf. 1301a20: impers., μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων changes run through a series of creatures, Thphr.HP2.4.4: c. gen. rei, come in exchange for or instead of,καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι.. συντυχίαι E.Tr. 1118
.2 change one's course, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους turning to the Athenians, Hdt.8.109: [tense] aor. part. μεταβαλών abs., instead, in turn, , cf. E. Ion 1614, Pl.Smp. 204e, Grg. 480e: also [tense] pres. part.μεταβάλλων Id.Tht. 166d
.B [voice] Med., turn round, shift a load,μεταβαλλόμενος τἀνάφορον Ar. Ra.8
;προβαλλομένους τὰ ὅπλα ἢ μεταβαλλομένους X.An.6.5.16
.b order to be paid, remit, POxy.1153.8 (i A. D.), 1419.5 (iii A. D.).II change what is one's own, μ. τὰ ἱμάτια change one's clothes, X.Mem.1.6.6;μ. τοὺς τρόπους Ar.V. 1461
(lyr.); μετεβάλλετ' ὀπωπάν changed her appearance, Erinn. in PSI9.1090.53 + 13 (p.xii).2 exchange, τίς μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; silence for words, S.El. 1261; [τὴν ἄσαρκον τροφὴν] ὑγείας καὶ ῥώμης μεταβαλέσθαι have given up asceticism in exchange for health and strength, Porph.Abst.1.2; barter, traffic in, ;μ. τὰ ἀλλότρια ἔργα Id.Sph. 223d
;μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ X.Mem.3.7.6
, cf. D.S. 5.13.2 change one's purpose or mind, Hdt.5.75, SIG 22.20 (v B. C.), Act.Ap.28.6, etc.; change sides, Th.1.71, 8.90, X.HG 2.3.31;πρός τινα Axionic.6.10
.3 turn or wheel round,μ. ἐπ' ἀσπίδα X.Cyr.7.5.6
;τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μ. Id.Eq.8.10
: abs., turn about,μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξω περιεστηκόσι λοιδορήσεται Aeschin. 3.207
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβάλλω
-
2 ὀπωπή
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский